ρύπασμα

ρύπασμα
το , ρύπία η мед. твёрдый шанкр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ρύπασμα" в других словарях:

  • ῥύπασμα — dirt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρύπασμα — το / ῥύπασμα, ΝΜΑ [ῥυπαίνω] νεοελλ. ιατρ. ρυπία μσν. αρχ. ρύπος, ακαθαρσία …   Dictionary of Greek

  • ῥυπασμάτων — ῥύπασμα dirt neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπάσματα — ῥύπασμα dirt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπάσματι — ῥύπασμα dirt neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπάσματος — ῥύπασμα dirt neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυπάσμιον — τὸ, ΜΑ [ῥύπασμα] υποκορ. τού ρύπασμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»